ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: ΠΑΝΑΞΙΟΣ ΕΣΤΙΟ Άγγελος Κουτσούκης γράφει για τον μεγάλο συνθέτη και για τον εξίσου μεγάλο άνθρωπο που μοιάζει λες και βγήκε από βιβλίο του Καζαντζάκη.

Διαβάστε ολόκληρο το άρθρο εδώ

Δευτέρα, 24 Νοεμβρίου 2014

Μίκης Θεοδωράκης - του Γιώργου Λακόπουλου

Η πρόταση του Μίκη Θεοδωράκη για το χρέος, την τιμή και την αξιοπρέπεια των απλών Ελλήνων. Ο άνθρωπος αποκούμπι όσων δεν σταμάτησαν να ονειρεύονται και να διεκδικούν
 
Ένας όρθιος. Ακόμη και μόνος όταν χρειάζεται. Ακατάβλητος και ας πλησιάζει τα ενενήντα. Χαλκέντερος και ας παίρνει μια σακούλα φάρμακα κάθε μέρα. Κινητικός και ας μην τον κρατάνε πια τα πόδια του. Οραματιστής και ταυτόχρονα ρεαλιστής και συγκεκριμένος.
 
Ύστερα από μια ακόμη έξοδο από το νοσοκομείο κάποιος άλλος θα τα παρατούσε για να φροντίσει τον εαυτό του. Ο Μίκης Θεοδωράκης όμως παρενέβη ξανά με μια πρόταση για το χρέος που μας βαρύνει όλους. Ιδέες για να ξεφύγει η χώρα από τις δαγκάνες των δανειστών της.
 
Το τελευταίο αποκούμπι όσων δεν σταμάτησαν να ονειρεύονται
 
Αυτός ο άνθρωπος είναι το τελευταίο αποκούμπι όσων δεν σταμάτησαν να αντιστέκονται, να ονειρεύονται και να διεκδικούν.
 
Ενδεχομένως η πρότασή του δεν θα απασχολήσει όσους διαχειρίζονται το χρέος- είναι άλλωστε οι ίδιοι που το δημιούργησαν. Αλλά είναι μια πρόταση για την τιμή και την αξιοπρέπεια των απλών Ελλήνων. Σε λίγο μπορεί να μην θυμούνται τι ακριβώς προτείνει. Σίγουρα όμως θα θυμούνται τι τους έκανε να αισθανθούν.
 
Άραγε πόσος Μίκης υπάρχει ακόμη μέσα στον Μίκη; Πως βρίσκει το κουράγιο να είναι παρών και ενώ δεν το επιτρέπουν φυσικές δυνάμεις του να συμμετέχει; Από πού αντλεί τη δύναμη να καταθέτει; Τι άλλο έχουμε σ’ αυτή τη χώρα εκτός από τον Μίκη να μας κρατάει ζωντανούς, πάνω στο συρματόσκοινο που ακροβατεί η χώρα;
 
Σαν το παλιό κρασί, όσο περνούν τα χρόνια τόσο καλύτερος γίνεται. Και τόσο μεγαλύτερος. «Τεράστιος», όπως λέει ο πιο πιστός φίλος του Σάκης Τόδουλος, που τον επισκέπτεται συχνά  «Ο μεγαλύτερος Έλληνας», έχει πει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. Αι γενεαί πάσαι της μεταπολεμικής Ελλάδας ακουμπούν στον ίσκιο του.
 
Η ζωή και η μουσική του απλώνονται πέρα από τα σύνορα και κάθε εβδομάδα κάπου στον κόσμο παίζεται κάποιο έργο του.
 
Ο ίδιος δεν μπορεί πλέον να σηκώσει τα απέραντα χέρια του και να διευθύνει τις ορχήστρες και τα τραγούδια του που συγκλόνισαν γενιές και γενιές, λαούς και λαούς. Αλλά η αγωνία του για το μέλλον τον κρατάει άγρυπνο στις επάλξεις.
 
Διαμαρτύρεται, παρεμβαίνει, ανεβάζει κείμενα στο διαδίκτυο. Είναι οδηγός. Γεννημένος να προπορεύεται, αγέρωχος και καμιά φορά οργισμένος. Ίδιος με τους δεκαεξάρηδες που βγαίνουν στους δρόμους και τρομάζουν τον καθωσπρεπισμό του πολιτικού συστήματος.
 
Εκεί που οι αντίπαλοί του νομίζουν πως ξεμπέρδεψαν μαζί του, νάτος «πετιέται από αρχής και αντρειεύει και θεριεύει». Ο τελευταίος των μεγάλων μιας εποχής που  θέλουμε να ξανάρθει.
 
Ο Μίκης κατέκτησε τις περισσότερες τιμές που μπορεί να  επιδιώξει ένας δημιουργός. Αλλά δεν εγκατέλειψε τους άλλους– τους ταπεινούς. Αυτοί άλλωστε τον κρατάνε στο χαράκωμα και τον βγάζουν συνέχεια νικητή στη μάχη με το χρόνο. Είναι  ένα  υποδειγματικό στοιχείο  ζωης που τον δένει  στενά με τον επίσης ακατάβλητο φίλο του  καθηγητή Διαμαντή Πεπελάση: δεν τα παρατάνε ποτέ γιατί ποτέ δεν έχασαν την επαφή με τον πραγματικό κόσμο και τους απλούς ανθρώπους.…  
 
Δημιούργησε, αγωνίστηκε, ταλαιπωρήθηκε, μεγαλούργησε και έκανε λάθη, αλλά δεν υποτάχθηκε. Ακόμη και όταν ήξερε ότι αυτό που κυνηγάει είναι οι ουτοπίες του- όπως η τελευταία απόπειρα να αναστήσει με τη «Σπίθα» το συλλογικό πνεύμα που γέννησε τους Λαμπράκηδες.
 
Ο Μίκης είναι πρώτα από όλα φως. Πρεσβευτής του «ωραίου του μεγάλου και του αληθινού». ‘Όταν δημιουργεί ,όταν πολιτεύεται, όταν διηγείται με τον μοναδικό τρόπο του παλιές ιστορίες, για την αντίσταση, τον Χαρίλαο, το Νερούδα, τον Μάνο Χατζιδάκι και τον Γιάννη Ρίτσο. Για την ταραχώδη σχέση του με την αριστερά.
 
Το ανάγλυφο της νεότερης ιστορίας της χώρας
 
Καθώς είναι φτιαγμένος από το υλικό που είναι φτιαγμένη η Ελλάδα, η μορφή του έχει αποτυπωθεί στο συλλογικό υποσυνείδητο των Ελλήνων. Η διαδρομή του αναγνωρίζεται καθολικά πλέον ως το ανάγλυφο της νεότερης ιστορίας της χώρας, από όποια πλευρά και αν τη βλέπει κανείς.
 
Η πρόταση του διδάσκει: να μην απαλλάσσεις ποτέ τον εαυτό σου από το χρέος σου απέναντι στην Ελλάδα…
 
Αυτή διαδρομή είναι μάθημα πολιτικής, ιστορίας αισθητικής, ουμανισμού, ήθους τόλμης, μαχητικότητας αλλά και εθνικής αυτογνωσίας. Αιρετικός και ταυτόχρονα ταγός. Σε μια περίοδο που όλα κινούνται προς όλες τις κατευθύνσεις ταυτόχρονα, ο Μίκης είναι το πιο ορατό σημείο στήριξης, όσων θέλουν να δουν τη ζωή από τη σκοπιά που αξίζει.
 
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς σημαίνει η πρόταση του για την απαλλαγή της Ελλάδας από το χρέος. Ξέρουμε όμως τι διδάσκει: να μην απαλλάσσεις ποτέ τον εαυτό σου από το χρέος σου απέναντι στην Ελλάδα…
 
Πηγή: http://www.thetoc.gr/politiki/article/mikis-theodwrakis

Πριν από σχεδόν 17 χρόνια, τον Μάρτιο του 1997, το «Εθνος», μετά από δημοσιογραφική έρευνα στην ΠΓΔΜ και στη Σερβία, αποκάλυπτε τον τάφο του Ζορμπά στα Σκόπια.

 

Ο Μίκης Θεοδωράκης επισκέφθηκε τον τάφο του Ζορμπά στα Σκόπια.

 

Τον Γιώργου Ζορμπά, όπως ήταν το πραγματικό όνομα του ήρωα του Νίκου Καζαντζάκη, Αλέξη Ζορμπά, «αυτού που μου έμαθε ν' αγαπώ τη ζωή και να μη φοβούμαι τον θάνατο», όπως έγραφε. «Βρήκαμε τον τάφο του Ζορμπά στα Σκόπια» έγραφε στην πρώτη του σελίδα το «Εθνος».

Η έρευνά μας είχε γίνει στον άξονα Θεσσαλονίκης - Σκοπίων - Βελιγραδίου, αναζητώντας τους απογόνους του, που τους εντοπίσαμε στο Βελιγράδι για να φτάσουμε τελικά στο νεκροταφείο «Μπούτελ» των Σκοπίων.

Με το ρεπορτάζ εκείνο, στο οποίο συμμετείχαν οι Χρίστος Τελίδης, Μαρία Ριτζαλέου και Εύρης Τσούμης, επιχειρήσαμε να ρίξουμε φως στα άγνωστα χρόνια του κοσμοπολίτη Ελληνα της βαλκανικής στα Σκόπια, από το 1930 μέχρι τον θάνατό του το 1941.

 

Το ρεπορτάζ του «Εθνους» στις 31/3/1997 για τον ήρωα του Νίκου Καζαντζάκη.

Λίγες εβδομάδες μετά την αποκάλυψη του «Εθνους», ο Μίκης Θεοδωράκης πήγαινε στα Σκόπια για να παρουσιάσει σε μια μεγάλη συναυλία του στην αίθουσα της όπερας του Λαϊκού Θεάτρου το έργο του «Ζορμπάς ο Ελληνας» σε χορογραφία Λόρκα Μασίνε. Μια συναυλία που έκανε ιδιαίτερη αίσθηση και στην οποία είχε παραστεί ο τότε πρόεδρος της ΠΓΔΜ Κίρο Γκλιγόροφ.

Σ' αυτή την αναζήτηση στη γειτονική χώρα, όπως γράφαμε, ο Γιώργος Ζορμπάς για τα αρχεία της ΠΓΔΜ ήταν τότε άγνωστος. Μετά την αποκάλυψη εκείνη, η οποία συνοδεύτηκε λίγο αργότερα με την επίσκεψη του ίδιου του Μίκη Θεοδωράκη στον τάφο του Ζορμπά, τα πράγματα άλλαξαν και τα ΜΜΕ των Σκοπίων αναφέρονται από καιρού εις καιρόν στον Γιώργο-Αλέξη Ζορμπά.

Η αναζήτηση
Ούτε ο τότε διευθυντής των νεκροταφείων του «Μπούτελ» Γιόβαν Ντένκοφσκι, ούτε κάποιος από τους υπαλλήλους γνώριζε τίποτα σχετικό με τον τάφο του Ζορμπά. Η αναζήτηση είχε ξεκινήσει μέσω των ηλεκτρονικών υπολογιστών που διέθεταν ήδη την εποχή εκείνη τα νεκροταφεία για να οδηγηθούμε αρχικά στον τάφο ενός καθολικού Στέφαν Ζορμπά, που είχε πεθάνει το 1993.

Η συνέχιση της προσπάθειας μας έφερε σε έναν οικογενειακό τάφο της οικογένειας Γιάντα από τη Σερβία. Ηταν ο τάφος της κόρης του Ζορμπά, της Κατίνας Γιάντα (1906-1969) και του άντρα της Γιοβάν Γιάντα, γραμμένες στα σλαβικά. Στα λατινικά τελευταίο υπήρχε το όνομα του Γιώργου Ζορμπά με ημερομηνία γέννησης το 1869 και θανάτου το 1943. Η τελευταία ήταν λάθος, αφού ο Ζορμπάς πέθανε και διορθώθηκε τα επόμενα χρόνια.

«Ο Γιοβάν Ντένκοφσκι, ο διευθυντής των νεκροταφείων, δεν πίστευε στα μάτια του. Είχα ακούσει για τον Ζορμπά αλλά δεν ήξερα ότι ήταν θαμμένος εδώ» έλεγε τότε στο «Εθνος». Ο Ζορμπάς είχε ταφεί αρχικά στα παλιά νεκροταφεία νότια της πόλης των Σκοπίων και αργότερα τα δύο εγγόνια του που ζούσαν στο Βελιγράδι μετέφεραν τα οστά του και τα τοποθέτησαν στον οικογενειακό τάφο των γονιών τους.

Γι' αυτά τα χρόνια του Ζορμπά στα Σκόπια -που είναι και τα τελευταία της ζωής του- τα στοιχεία είναι συγκεχυμένα. «Ενα πρωί ξημερώματα χωρίσαμε» γράφει ο Ν. Καζαντζάκης στο βιβλίο του για τον χωρισμό του με τον Ζορμπά, που έγινε στις αρχές του '30. «Αυτός πήγε κατά Βορρά και καταστάλαξε στη Σερβία, σ' ένα βουνό δίπλα στα Σκόπια, όπου ξεπάτωσε, λέει, πλούσια φλέβα λευκόλιθο, τύλιξε μερικούς παραλήδες, αγόρασε σύνεργα, στρατολόγησε εργάτες κι άρχισε πάλι να ανοίγει μέσα στη γης γαλαρίες. Τίναξε βράχους, έφτιαξε δρόμους, έφερε νερό, έχτισε σπίτι, παντρεύτηκε, γέρος κοτσανάτος, μια όμορφη γλεντοχήρα, τη Λιούμπα και έκανε παιδί μαζί της».

Η εγγονή του πάντως, η αρχιτέκτων Αννα Γκάιγκερ, που πέθανε το 2002 στο Βελιγράδι, επέμενε ότι ο Ζορμπάς δεν παντρεύτηκε τη Λιούμπα και δεν απέκτησε μαζί της παιδιά. Πάντως εδώ υπάρχουν ερωτηματικά καθώς και η απορία ποιος είναι εκείνος ο καθολικός Στέφαν Ζορμπά;

Ο ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΜΟ ΤΟΥ ΖΟΡΜΠΑ
«Αδικο! Τέτοιες ψυχές δεν πρέπει να πεθαίνουν»

«Εύρον πράσινην πέτραν ωραιοτάτην, ελθέ αμέσως, Ζορμπάς» τηλεγραφούσε στον φίλο του Ν. Καζαντζάκη από τα Σκόπια ο Ζορμπάς. Κι όταν αυτός του έγραφε ότι δεν μπορούσε, του απαντούσε: «Είσαι, και να με συμπαθάς αφεντικό, καλαμαράς. Μπορούσες και συ, κακομοίρη, μια φορά στη ζωή σου να δεις μιαν όμορφη πράσινη πέτρα και δεν την είδες». Οταν οι Γερμανοί κατέλαβαν τη περιοχή, δέσμευσαν το ορυχείο του και την παραγωγή των μεταλλευμάτων. «Ο Ζορμπάς έσκασε από τον καημό του, πλάνταξε...» μας είχε πει ο συμπατριώτης του, λαογράφος Νικόλαος Σάρμας. Το 1941 ο Καζαντζάκης έμαθε για τον θάνατο του Ζορμπά. Και η είδηση αυτή τον γέμισε απελπισία. Στην «Αναφορά στον Γκρέκο» έγραψε: «Στο σπίτι με περίμενε ένα γράμμα με πένθιμο φάκελο, γραμματόσημο σέρβικο, κατάλαβα. το κρατούσα και το χέρι μου έτρεμε. Γιατί να το ανοίξω; Μάντεψα ευτύς το πικρό μαντάτο. 'πέθανε, πέθανε', μουρμούρισα, κι ο κόσμος σκοτείνιασε. [...] Εκλεισα τα μάτια κι ένιωθα αργά, ζεστά, να κυλούν στα μάγουλά μου τα δάκρυα. 'Πέθανε, πέθανε, πέθανε...' μουρμούριζα 'ο Ζορμπάς, ποτέ πια! Πέθανε το γέλιο, κόπηκε το τραγούδι'. [...] Οχι λύπη, θυμός με συνεπήρε. 'Αδικο! Αδικο!' φώναξα 'τέτοιες ψυχές δεν πρέπει να πεθαίνουν. Πότε πια θα μπορέσει το χώμα, το νερό, η φωτιά, η τύχη, να πλάσουν ένα Ζορμπά;' [...] Ολη τη νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. [...] Τι να κάμω, συλλογίζουμουν όλη τη νύχτα, τι να κάμω για να ξορκίσω το θάνατό του; Ανοιξε η καταπαχτή του σπλάχνου μου, πετιούνται απάνω οι θύμησες, σπρώχνουν η μια την άλλη, βιάζουνται και ζώνουν αγριεμένες την καρδιά μου ανοιγοκλειούν το στόμα, φωνάζουν να περμαζώξω από τη γης, από τη θάλασσα, από τον αέρα το Ζορμπά και να τον αναστήσω. Αυτό δεν είναι το χρέος της καρδιάς; Γι' αυτό δεν την έπλασε ο Θεός; ν' ανασταίνει τους αγαπημένους; Ανάστησέ τον!»

ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΕΛΙΔΗΣ

Search